- πρηγορεών
- και πρηγορών και προηγορεών, -ῶνος, β, Α1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός τού Κλέωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ-ηγορεών, με έκθλιψη τού -ο- ή κράση τών -οη-, πρβλ. προ-ηρόσιος > πρηρόσιος) είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και τη λ. ἀγορά (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», με -η- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει επίθημα -εών / -ών, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν κυρίως τόπο, αλλά μερικές φορές και μέλη τού σώματος (πρβλ. βουβ-ών, μυ-ών, ποδ-εών). Το εξόγκωμα αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι εκεί συγκεντρώνεται η τροφή πριν από την είσοδό της στο στομάχι].
Dictionary of Greek. 2013.